- πελβετία
- ηβοτ. γένος φαιοφυκών που ανήκει στην τάξη fucales και περιλαμβάνει μικρά φαιοφύκη, πολύ ανθεκτικά στην αποξήρανση, τα οποία φύονται κατά πυκνές συστάδες σε εύκρατες βραχώδεις ακτές, στηριζόμενα στους βράχους με ριζοειδή.
Dictionary of Greek. 2013.